Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Μια ερωτική ιστορία στη δίνη του Εμφυλίου.

Η Παγώνα στη βρύση και η σπορά του στρατηγού.


Ένα πρωινό του 1946 σαν όλα τα άλλα , η Παγώνα , ορφανή ηρωικού Χίτη που σκοτώθηκε στου Μακρυγιάννη , πήγε να πάρει νερό από την βρύση στην πλατεία των Μεγάρων όπως κάθε μέρα.
Είχε χάσει τον πατέρα της , τον κύριο Αρτέμη , ο οποίος όμως επειδή ήτανε διερμηνέας στην κατοχή και σύνταξη της άφησε αλλά και σπίτι και κτηματάκια  που του είχανε γράψει κάτι οικογένειες αντιστασιακών για να σώσει τα παιδιά τους από την εκτέλεση. Τελικά αυτός καπάτσος όπως ήτανε αλλά και ψυχοπονιάρης κανόνισε και εκτέλεσαν και τις οικογένειες οι Γερμανοί να μην μείνει κανένας πίσω να στενοχωριέται.

Νωρίτερα τα χαράματα ,από την περιοχή πέρασε βρετανικό τζιπ , στο οποίο βρισκόταν ένας εξέχοντας στρατιωτικός ανήρ , ο στρατηγός Σκόμπυ , κυβερνήτης τότε του προτεκτοράτου « Η ωραία Ελλάς».
Σταμάτησε στην βρύση να πιει νερό.
Το περασμένο βράδυ το είχε περάσει σε καμπαρέ της Τρούμπας όπου και συνουσιάσθηκε με περήφανη Ελληνίδα βιζιτού ,την Λάουρα , η οποία τον ερωτεύθηκε σφόδρα όταν της υπεσχέθη ότι θα την διορίσει καθαρίστρια στην Βουλή , δουλειά ξεκούραστη καθότι δεν πατούσε κανείς εκεί τότε , δεν υπήρχε λόγος άλλωστε.
Καθώς δροσίσθηκε ο στρατηγός , αγνάντευε τον ουρανό και νιώθοντας ασφαλής με την ακολουθία γύρω του απεφάσισε να απολαύσει ένα εξοχικό κατούρημα.
Καθώς κρατούσε το φλεγματικό του πέος  και ξαμολούσε εδώ κι εκεί τα στρατηγικά του ούρα ενθυμήθηκε  το  θαυμάσιο μπούστο της Λάουρας και άρχισε να αυνανίζεται.
Οι περήφανοι Έλληνες ακόλουθοι του σιώπησαν και καμάρωναν τον στρατηγικό αυνανισμό.
Όταν ο μέγας ηγέτης ετελείωσε , ένας περήφανος Ελλην αξιωματικός που είχε υπηρετήσει στα ηρωικά Τάγματα ασφαλείας  , στοργικά σκούπισε με το μανίκι της στολής του το στρατηγικό πέος και με περίσσια στοργή το τοποθέτησε πάλι εντός του στρατηγικού σώβρακου. Μετέπειτα  ο ηρωικός αυτός Ελλην οδήγησε την πατρίδα στην δόξαν κάνοντας εθνοσωτήρια επανάσταση.
Εν τέλει η πομπή απεχώρησε και λίγο αργότερα κατέφθασε η Παγώνα μας.

Η Παγώνα το λοιπόν γέμισε την στάμνα και με την πρωινή δροσούλα εκάθησε να κάνει την ανάγκη της δίπλα στην βρύση.

Δίπλα εκείνη την στιγμή επερνούσε ο χωροφύλαξ Χρήστος εκ Λακωνίας , την είδε στρουμπουλή και δροσερή και την ορέχτηκε καθώς αυτή ουρούσε. Γνωριζόταν με τον μακαρίτη πατέρα της καθώς υπηρετούσαν μαζί στα Τάγματα το 1943 και από τότε την ποθούσε.

Ο Χρήστος την πλησίασε κι αυτή εσυγκλονίσθη και πάγωσε αλλά κάτι μέσα της τον ποθούσε πολύ. Κάθε πρωί τον καμάρωνε .Με το τσιγκελωτό μουστάκι και τα σιρίτια να ανεμίζουν στο πρωινό αγέρι της θύμιζε αρκετά τον πατέρα καμαρωτό δίπλα στον Γερμανό ταγματάρχη.
« Παγώναμ’ γλυκιά μ’ κόρη τι φτιάνς?»

«Καλά με Χρήστο μ’ την ανάγκημ κάνω ιδώ κατ απού τον πλάτανου»

« Παγώναμ’ δεν ιμπουρώ άλλο , σαν σε βλιέπω ματών η ψυχούλαμ..»

« Χρήστομ ,λιεβέντιμ αφού ξέρς πόσο σι καμαρών σαν το ψηλό του έλατου ότανες πιρνάς κάτου απ το παραθύριμ. Μα είμ ορφανή η δόλια, τι θα πει ου μαχαλάς?»

«Παγώναμ ιγού να σι πάρω θέλω , καλόνα σκοπό έχω , ένα φιλάκι μόνο δώκε μου και του βράδ θα έρθω αφθουρί στην μάνας..»

«Αλήθεια του λες τούτο Χρίστομ’»

« Να μην αξιωθώ να γίνου ενωματάρχς»

Η Παγώνα αφέθηκε στα στιβαρά μπράτσα του Έλληνα χωροφύλακα πριν καλά καλά προλάβει να μαζέψει την πλουμιστή της φούστα . Με τα φιλιά του  την εξάπλωσε στην χλόη κάτω από τον πλάτανο.
Τι φοβερή σύμπτωσης ,ακριβώς στο ίδιο σημείο που λίγη ώρα πριν ευρισκόταν ο μέγας στρατηγός!
Ο Χρήστος καθώς ξάπλωνε δίπλα της και φιλώντας την στον λαιμό ,στηρίχθηκε στο δεξί χέρι του στο έδαφος και ακούμπησε κάτι υγρό και πηχτό.
« Άτιμοι που πουτίζετι αφτού χάμου τσι γιλάδες σας» ψέλλισε ,αλλά την ίδια στιγμή η Παγώνα τον έσφιξε στην  αγκαλιά της και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί.
Το λερωμένο χέρι του Χρήστου βρέθηκε ενστικτωδώς  στα απόκρυφα της Παγώνας τα οποία άρχισε να θωπεύει με περίσσια στοργή και μαεστρία.
Που να γνώριζε ο δόλιος ότι με αυτό τον τρόπο πραγματοποιούσε μια μικρή στιγμή ευχαρίστησης για την Παγώνα , άλλα ένα συγκλονιστικό γεγονός για την πατρίδα?
Την γονιμοποίηση μιας τίμιας ορφανής πατριώτισσας με φλεγματικό στρατηγικό σπέρμα!
H Παγώνα σπάραζε κάτω από τις δειλές αλλά έντεχνες θωπείες του Χρήστου μέχρι που ξαφνικά , από το βάθος του μαχαλά ακούστηκε μια στριγκλιά.
«Μαρή ξεμιαλισμένη τι κάνεις εκεί?»
Η μάνα της η Δέσπω ανησύχησε καθώς αργούσε να φέρει το νερό για να ζυμώσει και πήρε τον δρόμο να την βρει.
«Χρήστο εσύ σαι βρε? Παναγιά μου και άγιοι Απόστολοι , τι σου λεγε ο μακαρίτης να την προσέχς κι εσύ μου το χάλασες? Αγιε μου Φανούρη πώς θα την παντρέψω τώρα κακό που με βρήκε?»
Βιαστικά μαζεύτηκαν και οι δυο και σηκώθηκαν αναψοκοκκινισμένοι.
Στάθηκαν για λίγο ακίνητοι με κατεβασμένα κεφάλια μπροστά στην μαινάδα μητέρα.
Εξαφνα  ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι.
«Μι παριξύγησες θειά Δέσπου ,ιγού ίχου καλό σκοπό για την Παγων. Βασίλσα θα στην κάνω.»
«Βρε εσύ είσαι ξεβράκωτος!»
« Όχι θεια σε λέω , ο κύριους Κατσαρέας απ του χουριό είν ξάδερφος τσι νύφης μ. Μέχρι το τέλς του χρόν αμα τελιώσουμι με τσι κατσαπλιάδοι μου τακσε να μι καν ενωματάρχ!»

Η Δέσπω κοντοστάθηκε και το σκέφτηκε το πράμα. Την προίκα της Παγώνας την είχε κανονισμένη ο μακαρίτης. Εκτός από τα ακίνητα είχε κρυμμένες και 300 λίρες στο σίδερο του κρεβατιού. Κι ενωματάρχης  δεν είναι λίγο πράμα. Αύριο μεθαύριο που θα ναι και στα πράματα μέχρι διοικητή μπορεί να τονε δεις.
Άλλαξε ύφος ,γλύκανε.
« Την αγαπάς ωρέ ζαγάρι την μονάκριβη μου?»
Η Παγώνα κοιτούσε αποσβολωμένη.
«Ναι θειά τηνε θέλω!»
« Μάνα θα με λες βρε ανεπρόκοπε , στηνε δίνω!»
Το πρόσωπο της Παγώνας φωτίστηκε αλλά και ίδρωσε ταυτόχρονα.
Ηταν λοιπόν αυτός που χρόνια περίμενε?
Αυτός που για χατίρι του κεντούσε τα βράδια τα νυφικά της σεντόνια?
Ναι ήταν αυτός.
«Μάνα Δέσπω πάου να κλέισου την εκλησσιά . Την άλλη Κυριακή Παγώναμ θα σι κάνου ταίρ…».
Ο Χρήστος έφυγε καμαρωτός . Οι δυο γυναίκες έμειναν να κοιτάζονται αμίλητες για την ανέλπιστη τύχη που τους επιφύλασσε η ζωή.

Ο αξιοσέβαστος λαδέμπορας Κοντολέων και η κουμπαριά.

Αργά απόγευμα ο Χρήστος σχόλασε από την υπηρεσία και περπατούσε στην οδό Βουλγαροκτόνου . Σκεφτόταν ότι ήρθε καιρός να νοικοκυρευτεί και η προίκα της Παγώνας ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί. Τι κι αν είχε μερικά κιλά περισσότερα? Τι κι αν τα φρύδια της ενώνανε πάνω από την μύτη , τα κάλλη περνούν γρήγορα.
Σκέφτηκε να ζητήσει από τον διοικητή του ταγματάρχη Αντωνακέα να τους παντρέψει που ήταν και κοντοχωριανός μα δίσταζε λίγο.
Στην διαδρομή σταμάτησε στο μαγαζί του γνωστού του λαδέμπορα και φίλου του μακαρίτη Αρτέμη , κυρίου Μενελάου Κοντολέωντα.
Ο κύριος Κοντολέων πριν την κατοχή είχε ένα μικρό μπακάλικο στα Φιλιατρά .
Γεννήθηκε στην Τρίπολη.
Η μακαρίτισσα μητέρα του ήταν δασκάλα και τον είχε μάθει γραφή.
Την έχασε νωρίς βέβαια στα δέκα του από το χτικιό και ο πατέρας του πήρε μετά μια δεύτερη ξαδέρφη του πούχε  ένα παιδί και δυο κορίτσια και στα 13 του τον έστειλε στην στέρφα αδερφή του στα Φιλιατρά να την βοηθά , όταν πέθανε ο άντρας της.
Ετσι του έμεινε το μπακάλικο του Μενέλαου.
Με τον Μεταξά μιας και από βασιλική οικογένεια τον βάλανε γραμματικό στην κοινότητα κι άρχισε να προκόβει.
Στην Αλβανία δεν πήγε να πολεμήσει μετά γιατί είχε πλατυποδία.
Όταν ήρθε η κατοχή , οι κατακτητές του πρότειναν να γίνει πάρεδρος της κοινότητας.
Αυτοί δεν πρόκειται να το κουνήσουν απ εδώ σκέφτηκε και εγώ πρέπει να κοιτάξω το συμφέρον μου και δέχτηκε.
Ότι του έλεγαν να κάνει το έκανε με προθυμία , άρχισε να εμπορεύεται και λάδι και βρέθηκε με περιουσία ο Μενέλαος.
Πήρε και την κόρη ενός καθηγητή από τα Μέγαρα και όλα πήγαιναν πρίμα.
Με την απελευθέρωση όμως , ο κόσμος ήτανε ζηλιάρης και κάτι ξυπόλητοι άρχισαν να κυνηγούν αυτούς που έκαναν δουλειές με τους Γερμανούς.
Τους πρόσεχαν οι Χίτες , τους έδινε κι αυτός λίρες αλλά ήσαν κι αυτοί αχόρταγοι και ζητούσαν όλο και περισσότερα.
Έτσι μια  νύχτα πήρε όσες λίρες είχε μαζέψει και την γυναίκα και φύγανε για τα Μέγαρα να μείνουνε στο πατρικό της γυναίκας του ώσπου να καλμάρουν τα πράγματα.
Έτσι συνέχισε τις δουλειές του από εκεί.
Είχε καημό ο Μενέλαος που η γυναίκα του παιδί δεν του χε κάνει.
Κόντευε πια και τα 50 και φοβόταν ότι τζάμπα θα παν οι κόποι του , θα τα φάνε τα ανίψια.
«Καλώς τον Χρήστο το παιδί το δικό μας» υποδέχτηκε τον ήρωα μας μόλις αυτός πέρασε το κατώφλι.
« Γειας κυρ Μινιέλαε , πους είσι?»
« Μια χαρά Χρηστάκι  , μέσα στις χαρές σε βλέπω!»
« Παντρέβουμι καλιέ , να νοικουκιρεφτώ κι ιγό»
«Τι λες βρε θηρίο? Και ποια παίρνεις?»
« Την Παγων τσι Δέσπους!»
« Την κόρη του φίλου μου του Αρτέμη του αδικοχαμένου? Και ποιος θα σας στεφανώσει βρε?»
« Σκέφτηκα να ζητίσου του Κυρ Αντωνακέα μα…»
« Χρηστάκι εγώ θα σας στεφανώσω ! Δεν θέλω κουβέντα! Τη θυγατέρα του φίλου μου του Αρτέμη και θα αφήσω άλλον?»
« Κυρ Μινέλαε μι τιμά η προύτασι σ, διεν κσιέρ…»
«Δεν ακούω κουβέντα , εγώ θα τα κανονίσω όλα .Το βράδυ θα περάσω από το σπίτι του παπα- Αρσένιου και θα ετοιμάσω γλέντι τρικούβερτο μετά στην ταβέρνα του Αρίστου στην πλατεία. Να δώσουμε τα χέρια».
«Ιντακς τότε Κυρ-Μινέλαε, ιντάκς κομπάρε!».
Η Παγώνα αφέθηκε στα στιβαρά μπράτσα του Έλληνα χωροφύλακα πριν καλά καλά προλάβει να μαζέψει την πλουμιστή της φούστα . Με τα φιλιά του  την εξάπλωσε στην χλόη κάτω από τον πλάτανο.
Τι φοβερή σύμπτωσης ,ακριβώς στο ίδιο σημείο που λίγη ώρα πριν ευρισκόταν ο μέγας στρατηγός!
Ο Χρήστος καθώς ξάπλωνε δίπλα της και φιλώντας την στον λαιμό ,στηρίχθηκε στο δεξί χέρι του στο έδαφος και ακούμπησε κάτι υγρό και πηχτό.
« Άτιμοι που πουτίζετι αφτού χάμου τσι γιλάδες σας» ψέλλισε ,αλλά την ίδια στιγμή η Παγώνα τον έσφιξε στην  αγκαλιά της και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί.
Το λερωμένο χέρι του Χρήστου βρέθηκε ενστικτωδώς  στα απόκρυφα της Παγώνας τα οποία άρχισε να θωπεύει με περίσσια στοργή και μαεστρία.
Που να γνώριζε ο δόλιος ότι με αυτό τον τρόπο πραγματοποιούσε μια μικρή στιγμή ευχαρίστησης για την Παγώνα , άλλα ένα συγκλονιστικό γεγονός για την πατρίδα?
Την γονιμοποίηση μιας τίμιας ορφανής πατριώτισσας με φλεγματικό στρατηγικό σπέρμα!
H Παγώνα σπάραζε κάτω από τις δειλές αλλά έντεχνες θωπείες του Χρήστου μέχρι που ξαφνικά , από το βάθος του μαχαλά ακούστηκε μια στριγκλιά.
«Μαρή ξεμιαλισμένη τι κάνεις εκεί?»
Η μάνα της η Δέσπω ανησύχησε καθώς αργούσε να φέρει το νερό για να ζυμώσει και πήρε τον δρόμο να την βρει.
«Χρήστο εσύ σαι βρε? Παναγιά μου και άγιοι Απόστολοι , τι σου λεγε ο μακαρίτης να την προσέχς κι εσύ μου το χάλασες? Αγιε μου Φανούρη πώς θα την παντρέψω τώρα κακό που με βρήκε?»
Βιαστικά μαζεύτηκαν και οι δυο και σηκώθηκαν αναψοκοκκινισμένοι.
Στάθηκαν για λίγο ακίνητοι με κατεβασμένα κεφάλια μπροστά στην μαινάδα μητέρα.
Εξαφνα  ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι.
«Μι παριξύγησες θειά Δέσπου ,ιγού ίχου καλό σκοπό για την Παγων. Βασίλσα θα στην κάνω.»
«Βρε εσύ είσαι ξεβράκωτος!»
« Όχι θεια σε λέω , ο κύριους Κατσαρέας απ του χουριό είν ξάδερφος τσι νύφης μ. Μέχρι το τέλς του χρόν αμα τελιώσουμι με τσι κατσαπλιάδοι μου τακσε να μι καν ενωματάρχ!»

Η Δέσπω κοντοστάθηκε και το σκέφτηκε το πράμα. Την προίκα της Παγώνας την είχε κανονισμένη ο μακαρίτης. Εκτός από τα ακίνητα είχε κρυμμένες και 300 λίρες στο σίδερο του κρεβατιού. Κι ενωματάρχης  δεν είναι λίγο πράμα. Αύριο μεθαύριο που θα ναι και στα πράματα μέχρι διοικητή μπορεί να τονε δεις.
Άλλαξε ύφος ,γλύκανε.
« Την αγαπάς ωρέ ζαγάρι την μονάκριβη μου?»
Η Παγώνα κοιτούσε αποσβολωμένη.
«Ναι θειά τηνε θέλω!»
« Μάνα θα με λες βρε ανεπρόκοπε , στηνε δίνω!»
Το πρόσωπο της Παγώνας φωτίστηκε αλλά και ίδρωσε ταυτόχρονα.
Ηταν λοιπόν αυτός που χρόνια περίμενε?
Αυτός που για χατίρι του κεντούσε τα βράδια τα νυφικά της σεντόνια?
Ναι ήταν αυτός.
«Μάνα Δέσπω πάου να κλέισου την εκλησσιά . Την άλλη Κυριακή Παγώναμ θα σι κάνου ταίρ…».
Ο Χρήστος έφυγε καμαρωτός . Οι δυο γυναίκες έμειναν να κοιτάζονται αμίλητες για την ανέλπιστη τύχη που τους επιφύλασσε η ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου