Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Μεγάλος βιρτουόζος

Ρομάτζα στο ακρογιάλι

Οι χόνδροι απ το σαλάχι ,πεταμένοι όπου λάχει. Λίγο αίμα στην άκρη της οδοντογλυφίδας. Τα παγάκια έλιωσαν ,το ποτήρι θολό ,πιο πολύ νερό παρά ούζο. Τα τζιτζίκια ροκανίζουν αυτιά ,ψυχή ,μυαλό στο θανατηφόρο Αυγουστιάτικο παραλήρημα τους.
Η χοντρή με το στρίνγκ και το τατουάζ πεταλούδα στον κώλο θα ξαναβουτήξει. Οι πέτρες τις κόβουν τις πατούσες και η κυτταρίτιδα στα μπούτια της συντονίζεται με τον κυματισμό της θάλασσας.
Μια σφίγγα κολλατσίζει το τελευταίο κομμάτι από καλαμάρι Σενεγάλης. Ζει ή πεθαίνει? Είμαι ένας μικρός Θεός που θα αποφασίσει για το μέλλον της.
Το μαγιό είναι ακόμη υγρό. Μια ζωγραφιά πίσσας στην πετσέτα. Να την πλύνω ή να πάρω καινούργια από τον γύφτο? Μου αρέσει αυτή με τον Ντάφυ αλλά ντρέπομαι.
Η χοντρή βγήκε.Τινάζει το μαλλί σαν κόλευ που γλύτωσε από ναυάγιο.
Χαζεύω τον αναπτήρα που μου πούλησε ο Κινέζος. Εχει ανοιχτήρι και φακό αλλά στις δυο φορές σταμάτησε να ανάβει.
Ο μπόμπιρας φωνάζει ,θέλει παγωτό ,αλλά η αδίστακτη μάνα τον μαλώνει.
Γλύκανε ο πόνος στη φτέρνα απ τον αχινό.
Πλήρωσα τον λογαριασμό και γύρισα στο δωμάτιο.
Η τηλεόραση έπαιζε επανάληψη Ανίτα. Ανακούφιση.

Γαύρος μαρινάτος

1 κιλό γαύρος
4-5 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένο
χυμός από 2 μεγάλα λεμόνια
Μια κούπα με δυόσμο ,άνιθο ψιλοκομμένο
Αλάτι, πιπέρι
Μισό φλυτζάνι ελαιόλαδο

Ξεπλένουμε και καθαρίζουμε το γαυράκι από κεφάλι ,εντόσθια ,κόκκαλο
Ανακατεύουμε τα φιλετάκια με το σκόρδο ,τα μυρωδικά και τα μπαχαρικά
Τα απλώνουμε σε στρώσεις σε φαρδύ τάπερ
Ρίχνουμε το χυμό λεμονιού και το ελαιόλαδο ώστε να τα καλύψει και τα βάζουμε στο ψυγείο
Σε 12 ώρες ο μεζές μας είναι έτοιμος για κατανάλωση

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

O κολιές

Απ τη στιγμή που σε βγαλα
στην πιάτσα και στους φίλους
Το κέφι μου το έχασα
Μιλάω με τους σκύλους.

Τα νιάτα μου σου χάρισα,
λεβέντη με φωνάζαν,
μα όταν σε λαχτάρισα
τα λογικά τα σπάσαν.

Μα τον κολιέ σου σαν φοράς
ματώνει η ψυχή μου,
κάθε του μπίλια και καημός
βαθιά μες το κορμί μου

Πήγα σε ντόκτορα τρανό
τον πόνο να γιατρέψει
κι είπε να παίρνω πρωινό
φάρμακο για την πέψη

Λουλούδια χτες σου αγόρασα
για να με αγαπήσεις
και τα καλά μου φόρεσα
το ψάρι θα μου ψήσεις.

Μα τον κολιέ σου σαν φοράς
ματώνει η ψυχή μου,
κάθε του μπίλια και καημός
βαθιά μες το κορμί μου

Συκωτάκια κοτόπουλο κοκκινιστά

Χρόνος παρασκευής 45'

Υλικά
750γρ συκωτάκια
1 μεγάλο κρεμμύδι
1 κουταλιά της σούπας δυόσμο
1 κουταλιά του γλυκού φασκόμηλο
1/2 φλυτζάνι λάδι
2 σκελίδες σκόρδο
Αλάτι-πιπέρι-πάπρικα-κίμινο
1/2 κουτί συμπικνωμένος χυμός τομάτας
1 ποτηράκι κόκκινο κρασί


Ψιλοκόβουμε και τσιγαρίζουμε σκόρδο-κρεμμύδι με το λαδάκι.
Μόλις ξανθίνουν ρίχνουμε μέσα τα συκωτάκια ,τα σωτάρουμε 5 λεπτά ,συμπληρώνουμε μπαχαρικά ,αρωματικά ,ντομάτα ,κρασί.
Το αφήνουμε σε μέτρια φωτιά 40 λεπτά περίπου συμπληρώνοντας όποτε χρειαστεί λίγο νερό.

Συνοδεύεται από ρύζι ,μακαρόνια ή πουρέ

Πρεσβεία ΕΣΣΔ ,Αβάνα


Ατενίζοντας προς το Μαιάμι.....

ΑΙΩΝΙΑ ΦΩΝΗ


Οδηγώντας ένα γκρίζο πρωί,
Στο παρμπρίζ κελαηδά η βροχή,
Δίχως λόγο στημένος ξανά
Είναι ώρα να πας για δουλειά.

Άδεια  φάτσα ,το βλέμμα θολό,
Φουριόζα βγήκες απ’ τον ηλεκτρικό,
Την πόρτα άνοιξες χωρίς προσοχή
Μια καλημέρα στεγνή ,τυπική.

Άντε πάλι η αιώνια φωνή,
Πότε χάδι ,πότε άγρια απειλή,
Στο κεφάλι βαθιά να ακούς,
Καρφωμένος στους περαστικούς.

Στο νησί είχε ζέστη πολύ,
Ένα βλέμμα μια σαγήνη  τρελή,
Χέρι χέρι πιστέψαμε πολλά
Έμοιαζαν όλα καθάρια κι απλά.

Ο χρόνος σβήνει ,νικά ξεπουλά,
Ξεθωριασμένες μνήμες ,στεγνά δειλινά
Όσο κι αν θέλεις ,το τέλος θα ΄ρθει
Σώζει η ελπίδα για μια νέα αρχή.

Άντε πάλι η αιώνια φωνή,
Πότε χάδι ,πότε άγρια απειλή,
Στο κεφάλι βαθιά να ακούς,
Καρφωμένος στους περαστικούς.

Μια ερωτική ιστορία στη δίνη του Εμφυλίου.

Η Παγώνα στη βρύση και η σπορά του στρατηγού.


Ένα πρωινό του 1946 σαν όλα τα άλλα , η Παγώνα , ορφανή ηρωικού Χίτη που σκοτώθηκε στου Μακρυγιάννη , πήγε να πάρει νερό από την βρύση στην πλατεία των Μεγάρων όπως κάθε μέρα.
Είχε χάσει τον πατέρα της , τον κύριο Αρτέμη , ο οποίος όμως επειδή ήτανε διερμηνέας στην κατοχή και σύνταξη της άφησε αλλά και σπίτι και κτηματάκια  που του είχανε γράψει κάτι οικογένειες αντιστασιακών για να σώσει τα παιδιά τους από την εκτέλεση. Τελικά αυτός καπάτσος όπως ήτανε αλλά και ψυχοπονιάρης κανόνισε και εκτέλεσαν και τις οικογένειες οι Γερμανοί να μην μείνει κανένας πίσω να στενοχωριέται.

Νωρίτερα τα χαράματα ,από την περιοχή πέρασε βρετανικό τζιπ , στο οποίο βρισκόταν ένας εξέχοντας στρατιωτικός ανήρ , ο στρατηγός Σκόμπυ , κυβερνήτης τότε του προτεκτοράτου « Η ωραία Ελλάς».
Σταμάτησε στην βρύση να πιει νερό.
Το περασμένο βράδυ το είχε περάσει σε καμπαρέ της Τρούμπας όπου και συνουσιάσθηκε με περήφανη Ελληνίδα βιζιτού ,την Λάουρα , η οποία τον ερωτεύθηκε σφόδρα όταν της υπεσχέθη ότι θα την διορίσει καθαρίστρια στην Βουλή , δουλειά ξεκούραστη καθότι δεν πατούσε κανείς εκεί τότε , δεν υπήρχε λόγος άλλωστε.
Καθώς δροσίσθηκε ο στρατηγός , αγνάντευε τον ουρανό και νιώθοντας ασφαλής με την ακολουθία γύρω του απεφάσισε να απολαύσει ένα εξοχικό κατούρημα.
Καθώς κρατούσε το φλεγματικό του πέος  και ξαμολούσε εδώ κι εκεί τα στρατηγικά του ούρα ενθυμήθηκε  το  θαυμάσιο μπούστο της Λάουρας και άρχισε να αυνανίζεται.
Οι περήφανοι Έλληνες ακόλουθοι του σιώπησαν και καμάρωναν τον στρατηγικό αυνανισμό.
Όταν ο μέγας ηγέτης ετελείωσε , ένας περήφανος Ελλην αξιωματικός που είχε υπηρετήσει στα ηρωικά Τάγματα ασφαλείας  , στοργικά σκούπισε με το μανίκι της στολής του το στρατηγικό πέος και με περίσσια στοργή το τοποθέτησε πάλι εντός του στρατηγικού σώβρακου. Μετέπειτα  ο ηρωικός αυτός Ελλην οδήγησε την πατρίδα στην δόξαν κάνοντας εθνοσωτήρια επανάσταση.
Εν τέλει η πομπή απεχώρησε και λίγο αργότερα κατέφθασε η Παγώνα μας.

Η Παγώνα το λοιπόν γέμισε την στάμνα και με την πρωινή δροσούλα εκάθησε να κάνει την ανάγκη της δίπλα στην βρύση.

Δίπλα εκείνη την στιγμή επερνούσε ο χωροφύλαξ Χρήστος εκ Λακωνίας , την είδε στρουμπουλή και δροσερή και την ορέχτηκε καθώς αυτή ουρούσε. Γνωριζόταν με τον μακαρίτη πατέρα της καθώς υπηρετούσαν μαζί στα Τάγματα το 1943 και από τότε την ποθούσε.

Ο Χρήστος την πλησίασε κι αυτή εσυγκλονίσθη και πάγωσε αλλά κάτι μέσα της τον ποθούσε πολύ. Κάθε πρωί τον καμάρωνε .Με το τσιγκελωτό μουστάκι και τα σιρίτια να ανεμίζουν στο πρωινό αγέρι της θύμιζε αρκετά τον πατέρα καμαρωτό δίπλα στον Γερμανό ταγματάρχη.
« Παγώναμ’ γλυκιά μ’ κόρη τι φτιάνς?»

«Καλά με Χρήστο μ’ την ανάγκημ κάνω ιδώ κατ απού τον πλάτανου»

« Παγώναμ’ δεν ιμπουρώ άλλο , σαν σε βλιέπω ματών η ψυχούλαμ..»

« Χρήστομ ,λιεβέντιμ αφού ξέρς πόσο σι καμαρών σαν το ψηλό του έλατου ότανες πιρνάς κάτου απ το παραθύριμ. Μα είμ ορφανή η δόλια, τι θα πει ου μαχαλάς?»

«Παγώναμ ιγού να σι πάρω θέλω , καλόνα σκοπό έχω , ένα φιλάκι μόνο δώκε μου και του βράδ θα έρθω αφθουρί στην μάνας..»

«Αλήθεια του λες τούτο Χρίστομ’»

« Να μην αξιωθώ να γίνου ενωματάρχς»

Η Παγώνα αφέθηκε στα στιβαρά μπράτσα του Έλληνα χωροφύλακα πριν καλά καλά προλάβει να μαζέψει την πλουμιστή της φούστα . Με τα φιλιά του  την εξάπλωσε στην χλόη κάτω από τον πλάτανο.
Τι φοβερή σύμπτωσης ,ακριβώς στο ίδιο σημείο που λίγη ώρα πριν ευρισκόταν ο μέγας στρατηγός!
Ο Χρήστος καθώς ξάπλωνε δίπλα της και φιλώντας την στον λαιμό ,στηρίχθηκε στο δεξί χέρι του στο έδαφος και ακούμπησε κάτι υγρό και πηχτό.
« Άτιμοι που πουτίζετι αφτού χάμου τσι γιλάδες σας» ψέλλισε ,αλλά την ίδια στιγμή η Παγώνα τον έσφιξε στην  αγκαλιά της και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί.
Το λερωμένο χέρι του Χρήστου βρέθηκε ενστικτωδώς  στα απόκρυφα της Παγώνας τα οποία άρχισε να θωπεύει με περίσσια στοργή και μαεστρία.
Που να γνώριζε ο δόλιος ότι με αυτό τον τρόπο πραγματοποιούσε μια μικρή στιγμή ευχαρίστησης για την Παγώνα , άλλα ένα συγκλονιστικό γεγονός για την πατρίδα?
Την γονιμοποίηση μιας τίμιας ορφανής πατριώτισσας με φλεγματικό στρατηγικό σπέρμα!
H Παγώνα σπάραζε κάτω από τις δειλές αλλά έντεχνες θωπείες του Χρήστου μέχρι που ξαφνικά , από το βάθος του μαχαλά ακούστηκε μια στριγκλιά.
«Μαρή ξεμιαλισμένη τι κάνεις εκεί?»
Η μάνα της η Δέσπω ανησύχησε καθώς αργούσε να φέρει το νερό για να ζυμώσει και πήρε τον δρόμο να την βρει.
«Χρήστο εσύ σαι βρε? Παναγιά μου και άγιοι Απόστολοι , τι σου λεγε ο μακαρίτης να την προσέχς κι εσύ μου το χάλασες? Αγιε μου Φανούρη πώς θα την παντρέψω τώρα κακό που με βρήκε?»
Βιαστικά μαζεύτηκαν και οι δυο και σηκώθηκαν αναψοκοκκινισμένοι.
Στάθηκαν για λίγο ακίνητοι με κατεβασμένα κεφάλια μπροστά στην μαινάδα μητέρα.
Εξαφνα  ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι.
«Μι παριξύγησες θειά Δέσπου ,ιγού ίχου καλό σκοπό για την Παγων. Βασίλσα θα στην κάνω.»
«Βρε εσύ είσαι ξεβράκωτος!»
« Όχι θεια σε λέω , ο κύριους Κατσαρέας απ του χουριό είν ξάδερφος τσι νύφης μ. Μέχρι το τέλς του χρόν αμα τελιώσουμι με τσι κατσαπλιάδοι μου τακσε να μι καν ενωματάρχ!»

Η Δέσπω κοντοστάθηκε και το σκέφτηκε το πράμα. Την προίκα της Παγώνας την είχε κανονισμένη ο μακαρίτης. Εκτός από τα ακίνητα είχε κρυμμένες και 300 λίρες στο σίδερο του κρεβατιού. Κι ενωματάρχης  δεν είναι λίγο πράμα. Αύριο μεθαύριο που θα ναι και στα πράματα μέχρι διοικητή μπορεί να τονε δεις.
Άλλαξε ύφος ,γλύκανε.
« Την αγαπάς ωρέ ζαγάρι την μονάκριβη μου?»
Η Παγώνα κοιτούσε αποσβολωμένη.
«Ναι θειά τηνε θέλω!»
« Μάνα θα με λες βρε ανεπρόκοπε , στηνε δίνω!»
Το πρόσωπο της Παγώνας φωτίστηκε αλλά και ίδρωσε ταυτόχρονα.
Ηταν λοιπόν αυτός που χρόνια περίμενε?
Αυτός που για χατίρι του κεντούσε τα βράδια τα νυφικά της σεντόνια?
Ναι ήταν αυτός.
«Μάνα Δέσπω πάου να κλέισου την εκλησσιά . Την άλλη Κυριακή Παγώναμ θα σι κάνου ταίρ…».
Ο Χρήστος έφυγε καμαρωτός . Οι δυο γυναίκες έμειναν να κοιτάζονται αμίλητες για την ανέλπιστη τύχη που τους επιφύλασσε η ζωή.

Ο αξιοσέβαστος λαδέμπορας Κοντολέων και η κουμπαριά.

Αργά απόγευμα ο Χρήστος σχόλασε από την υπηρεσία και περπατούσε στην οδό Βουλγαροκτόνου . Σκεφτόταν ότι ήρθε καιρός να νοικοκυρευτεί και η προίκα της Παγώνας ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί. Τι κι αν είχε μερικά κιλά περισσότερα? Τι κι αν τα φρύδια της ενώνανε πάνω από την μύτη , τα κάλλη περνούν γρήγορα.
Σκέφτηκε να ζητήσει από τον διοικητή του ταγματάρχη Αντωνακέα να τους παντρέψει που ήταν και κοντοχωριανός μα δίσταζε λίγο.
Στην διαδρομή σταμάτησε στο μαγαζί του γνωστού του λαδέμπορα και φίλου του μακαρίτη Αρτέμη , κυρίου Μενελάου Κοντολέωντα.
Ο κύριος Κοντολέων πριν την κατοχή είχε ένα μικρό μπακάλικο στα Φιλιατρά .
Γεννήθηκε στην Τρίπολη.
Η μακαρίτισσα μητέρα του ήταν δασκάλα και τον είχε μάθει γραφή.
Την έχασε νωρίς βέβαια στα δέκα του από το χτικιό και ο πατέρας του πήρε μετά μια δεύτερη ξαδέρφη του πούχε  ένα παιδί και δυο κορίτσια και στα 13 του τον έστειλε στην στέρφα αδερφή του στα Φιλιατρά να την βοηθά , όταν πέθανε ο άντρας της.
Ετσι του έμεινε το μπακάλικο του Μενέλαου.
Με τον Μεταξά μιας και από βασιλική οικογένεια τον βάλανε γραμματικό στην κοινότητα κι άρχισε να προκόβει.
Στην Αλβανία δεν πήγε να πολεμήσει μετά γιατί είχε πλατυποδία.
Όταν ήρθε η κατοχή , οι κατακτητές του πρότειναν να γίνει πάρεδρος της κοινότητας.
Αυτοί δεν πρόκειται να το κουνήσουν απ εδώ σκέφτηκε και εγώ πρέπει να κοιτάξω το συμφέρον μου και δέχτηκε.
Ότι του έλεγαν να κάνει το έκανε με προθυμία , άρχισε να εμπορεύεται και λάδι και βρέθηκε με περιουσία ο Μενέλαος.
Πήρε και την κόρη ενός καθηγητή από τα Μέγαρα και όλα πήγαιναν πρίμα.
Με την απελευθέρωση όμως , ο κόσμος ήτανε ζηλιάρης και κάτι ξυπόλητοι άρχισαν να κυνηγούν αυτούς που έκαναν δουλειές με τους Γερμανούς.
Τους πρόσεχαν οι Χίτες , τους έδινε κι αυτός λίρες αλλά ήσαν κι αυτοί αχόρταγοι και ζητούσαν όλο και περισσότερα.
Έτσι μια  νύχτα πήρε όσες λίρες είχε μαζέψει και την γυναίκα και φύγανε για τα Μέγαρα να μείνουνε στο πατρικό της γυναίκας του ώσπου να καλμάρουν τα πράγματα.
Έτσι συνέχισε τις δουλειές του από εκεί.
Είχε καημό ο Μενέλαος που η γυναίκα του παιδί δεν του χε κάνει.
Κόντευε πια και τα 50 και φοβόταν ότι τζάμπα θα παν οι κόποι του , θα τα φάνε τα ανίψια.
«Καλώς τον Χρήστο το παιδί το δικό μας» υποδέχτηκε τον ήρωα μας μόλις αυτός πέρασε το κατώφλι.
« Γειας κυρ Μινιέλαε , πους είσι?»
« Μια χαρά Χρηστάκι  , μέσα στις χαρές σε βλέπω!»
« Παντρέβουμι καλιέ , να νοικουκιρεφτώ κι ιγό»
«Τι λες βρε θηρίο? Και ποια παίρνεις?»
« Την Παγων τσι Δέσπους!»
« Την κόρη του φίλου μου του Αρτέμη του αδικοχαμένου? Και ποιος θα σας στεφανώσει βρε?»
« Σκέφτηκα να ζητίσου του Κυρ Αντωνακέα μα…»
« Χρηστάκι εγώ θα σας στεφανώσω ! Δεν θέλω κουβέντα! Τη θυγατέρα του φίλου μου του Αρτέμη και θα αφήσω άλλον?»
« Κυρ Μινέλαε μι τιμά η προύτασι σ, διεν κσιέρ…»
«Δεν ακούω κουβέντα , εγώ θα τα κανονίσω όλα .Το βράδυ θα περάσω από το σπίτι του παπα- Αρσένιου και θα ετοιμάσω γλέντι τρικούβερτο μετά στην ταβέρνα του Αρίστου στην πλατεία. Να δώσουμε τα χέρια».
«Ιντακς τότε Κυρ-Μινέλαε, ιντάκς κομπάρε!».
Η Παγώνα αφέθηκε στα στιβαρά μπράτσα του Έλληνα χωροφύλακα πριν καλά καλά προλάβει να μαζέψει την πλουμιστή της φούστα . Με τα φιλιά του  την εξάπλωσε στην χλόη κάτω από τον πλάτανο.
Τι φοβερή σύμπτωσης ,ακριβώς στο ίδιο σημείο που λίγη ώρα πριν ευρισκόταν ο μέγας στρατηγός!
Ο Χρήστος καθώς ξάπλωνε δίπλα της και φιλώντας την στον λαιμό ,στηρίχθηκε στο δεξί χέρι του στο έδαφος και ακούμπησε κάτι υγρό και πηχτό.
« Άτιμοι που πουτίζετι αφτού χάμου τσι γιλάδες σας» ψέλλισε ,αλλά την ίδια στιγμή η Παγώνα τον έσφιξε στην  αγκαλιά της και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί.
Το λερωμένο χέρι του Χρήστου βρέθηκε ενστικτωδώς  στα απόκρυφα της Παγώνας τα οποία άρχισε να θωπεύει με περίσσια στοργή και μαεστρία.
Που να γνώριζε ο δόλιος ότι με αυτό τον τρόπο πραγματοποιούσε μια μικρή στιγμή ευχαρίστησης για την Παγώνα , άλλα ένα συγκλονιστικό γεγονός για την πατρίδα?
Την γονιμοποίηση μιας τίμιας ορφανής πατριώτισσας με φλεγματικό στρατηγικό σπέρμα!
H Παγώνα σπάραζε κάτω από τις δειλές αλλά έντεχνες θωπείες του Χρήστου μέχρι που ξαφνικά , από το βάθος του μαχαλά ακούστηκε μια στριγκλιά.
«Μαρή ξεμιαλισμένη τι κάνεις εκεί?»
Η μάνα της η Δέσπω ανησύχησε καθώς αργούσε να φέρει το νερό για να ζυμώσει και πήρε τον δρόμο να την βρει.
«Χρήστο εσύ σαι βρε? Παναγιά μου και άγιοι Απόστολοι , τι σου λεγε ο μακαρίτης να την προσέχς κι εσύ μου το χάλασες? Αγιε μου Φανούρη πώς θα την παντρέψω τώρα κακό που με βρήκε?»
Βιαστικά μαζεύτηκαν και οι δυο και σηκώθηκαν αναψοκοκκινισμένοι.
Στάθηκαν για λίγο ακίνητοι με κατεβασμένα κεφάλια μπροστά στην μαινάδα μητέρα.
Εξαφνα  ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι.
«Μι παριξύγησες θειά Δέσπου ,ιγού ίχου καλό σκοπό για την Παγων. Βασίλσα θα στην κάνω.»
«Βρε εσύ είσαι ξεβράκωτος!»
« Όχι θεια σε λέω , ο κύριους Κατσαρέας απ του χουριό είν ξάδερφος τσι νύφης μ. Μέχρι το τέλς του χρόν αμα τελιώσουμι με τσι κατσαπλιάδοι μου τακσε να μι καν ενωματάρχ!»

Η Δέσπω κοντοστάθηκε και το σκέφτηκε το πράμα. Την προίκα της Παγώνας την είχε κανονισμένη ο μακαρίτης. Εκτός από τα ακίνητα είχε κρυμμένες και 300 λίρες στο σίδερο του κρεβατιού. Κι ενωματάρχης  δεν είναι λίγο πράμα. Αύριο μεθαύριο που θα ναι και στα πράματα μέχρι διοικητή μπορεί να τονε δεις.
Άλλαξε ύφος ,γλύκανε.
« Την αγαπάς ωρέ ζαγάρι την μονάκριβη μου?»
Η Παγώνα κοιτούσε αποσβολωμένη.
«Ναι θειά τηνε θέλω!»
« Μάνα θα με λες βρε ανεπρόκοπε , στηνε δίνω!»
Το πρόσωπο της Παγώνας φωτίστηκε αλλά και ίδρωσε ταυτόχρονα.
Ηταν λοιπόν αυτός που χρόνια περίμενε?
Αυτός που για χατίρι του κεντούσε τα βράδια τα νυφικά της σεντόνια?
Ναι ήταν αυτός.
«Μάνα Δέσπω πάου να κλέισου την εκλησσιά . Την άλλη Κυριακή Παγώναμ θα σι κάνου ταίρ…».
Ο Χρήστος έφυγε καμαρωτός . Οι δυο γυναίκες έμειναν να κοιτάζονται αμίλητες για την ανέλπιστη τύχη που τους επιφύλασσε η ζωή.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Αντι για την Πάρο



            Ο ήλιος χανόταν αργά μέσα στο καταγάλανο πέλαγος ,ντύνοντας τον ουρανό με χίλια δυο χρώματα. Άλλο ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα ,από αυτά που ποτέ δεν χορταίνει να απολαμβάνει το μάτι και η ψυχή. Η ψυχή που τέτοιες ώρες ,φεύγει και γίνεται ένα με τον κόσμο όλο ,ένα με την ήρεμη αγαλλίαση που την περιβάλλει.  Είναι κάτι στιγμές που όλοι μας ,ότι και να έχει συμβεί ,ότι κι αν έχουμε βιώσει ,καταλαβαίνουμε πόσο μεγαλειώδες είναι να έχουμε περάσει έστω και μια μέρα σε τούτο τον πανέμορφο τόπο. Και κάτι τέτοιες ώρες είναι οι ιδανικές να αφήσεις το μυαλό να τρέξει, να αναπολήσει το παρελθόν ,να ατενίσει το μέλλον ,χωρίς άγχος ,χωρίς επιρροές ,χωρίς τύψεις, σε μια απόλυτη ηρεμία και ισορροπία.
           Το πλοίο νωχελικά προχωρούσε σε μια απόλυτα γαλήνια θάλασσα .Το βλέμμα γλαρό, χαμένο στο μεγαλείο του Αιγαίου. Πριν μια ώρα ξεκινήσαμε από την Πάρο. Το μυαλό ζαλισμένο από το γλυκόπιοτο κρασί που συνόδευε τα φρέσκα θαλασσινά του νησιού. Η Αυγουστιάτικη ζέστη ,μαλακή χάρη στο πελαγίσιο αεράκι. Αυτή δίπλα ξεφυλλίζει ένα περιοδικό. Μια υπέροχη γαλήνη φωτίζει το πρόσωπο της. Όλο το τριήμερο  στην Αντίπαρο έδειχνε ευτυχισμένη. Ελπίζω να κατάφερα να την βγάλω λίγο από την ρουτίνα της καθημερινότητας. Μια μικρή απόδραση είναι πάντα το λίγο που μπορείς να δώσεις σε κάποιον που σου στάθηκε τόσο πολύ ,που σε έπεισε ότι δεν είναι όλα συναλλαγή και συμφέρον. Κι  ας είχες πεισθεί για το αντίθετο.
         Είναι πολύ μεγάλη υπόθεση να ανακαλύπτεις κάποιον τόπο ,που από την πρώτη στιγμή θεωρείς σπίτι σου. Πρώτη φορά βρέθηκες στο νησί ,φοιτητής ,εντελώς τυχαία ,εκείνη τη χρονιά που ξεκίνησες για τη Μύκονο με τον κολλητό για να γνωρίσετε «μοντέλες» και να κάνετε «χλιδές». Και το καταφέρατε αλλά μόνο για τρεις ημέρες ,πριν ξεμείνετε εντελώς από λεφτά. Η ιδέα της ξαδέλφης με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια ,σε αυτή την κουκίδα του Αιγαίου ,αν και δεν ενθουσίασε ,φάνηκε αρχικά σαν αναγκαστική λύση σε σχέση με το τσιμέντο της πρωτεύουσας. Αρκούσε όμως η πρώτη ματιά από το καραβάκι που ξεκινούσε από τη χώρα της Πάρου για να αλλάξεις εντελώς η γνώμη . Ένα πανέμορφο λιμανάκι ξεπρόβαλε στα μάτια σου. Θαρρείς πως  όλα ήταν έτσι από πάντα. Έψαχνες που θα φανεί το καΐκι της Μανταλένας…. «άλλος για την βάρκα μας…».
       Το πλακόστρωτο στη μέση του χωρίου και τα ασπρισμένα Κυκλαδικά σπίτια. Βασιλικοί και βουκαμβίλιες  και λίγο πιο κάτω το κάστρο. Ιστορίες με  πειρατές ,ταξίδια ακόμη ζωντανές σε τοίχους και σοκάκια. Οι άνθρωποι φιλικοί ,το ίδιο βράδυ μια παρέα. Οι Ψαραλυκές, ο Αι Γιώργης με τα καταγάλανα νερά. Όλα μια ζεστή αγκαλιά που αν την γνωρίσεις θέλεις να την επισκεφτείς ξανά και ξανά.
Που μπορεί ακόμη ακόμη να κάνεις και πρόταση γάμου ,ανήμερα τελικού Μουντιάλ.....

ΛΑΔΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ




Μες στο μπαράκι σε είδα πάλι χτες αργά,
Με ένα χαμόγελο μου είπες «γεια χαρά»
Σαν χτες μου φάνηκε πως είμαστε μαζί
Μα μου χει λείψει αυτό το χάδι σου πολύ.

Με ρώτησες πως τα περνάω τυπικά,
Αν είμαι εντάξει ,πως πηγαίνει η δουλειά
Αν τα λουλούδια στο μπαλκόνι είναι εντάξει,
Τις σκέψεις μου αν έχω βάλει πια σε τάξη.

Το νήμα έκοψες με μια σου λέξη μόνο
Δεν υποφέρω ,δεν θυμάμαι ,δεν θυμώνω.
Κάθε κουβέντα μια σφαίρα στην καρδιά
Κάθε σου πράξη ήταν λάδι στη φωτιά

Με θαύμαζες γιατί είχα πλούσια φαντασία
Ήρθα κοντά σου δίχως στάλα υποκρισία
Μα στα εσώψυχα το απόλυτο κενό
Μια σκάρτη αγάπη πεταμένη στο σωρό.

Τσιγάρο έστριψα ,μονάκριβη παρέα ,
Κενό χαμόγελο, περάσαμε ωραία
Την πλάτη γύρισα χωρίς κουβέντα άλλη,
Και παραδόθηκα στης μουσικής τη ζάλη.

Το νήμα έκοψες με μια σου λέξη μόνο
Δεν υποφέρω ,δεν θυμάμαι ,δεν θυμώνω.
Κάθε κουβέντα μια σφαίρα στην καρδιά
Κάθε σου πράξη ήταν λάδι στη φωτιά

Εν κατακλείδι

Κι επειδή εν αρχή ειν ο λόγος , οι δουλειές του κεφαλιού ,πότε δούλες της καθημερινότητας ,πότε τεμπέληδες γέροντες στην ακροθαλασσιά καλό είναι να ξεγυμνόνωνται στην πόρνη την κοινή την γνώμη. Ξεκινάμε....